συνυπολογίζω
Greek
Etymology
Learnedly from συν- (syn-) + υπολογίζω (ypologízo).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /si.ni.po.loˈʝi.zo/
- Hyphenation: συ‧νυ‧πο‧λο‧γί‧ζω
Verb
συνυπολογίζω • (synypologízo) (past συνυπολόγισα, passive συνυπολογίζομαι, p‑past συνυπολογίστηκα, ppp συνυπολογισμένος)
- (transitive) to factor in, to include, to take into account
Conjugation
συνυπολογίζω συνυπολογίζομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | συνυπολογίζω | συνυπολογίσω | συνυπολογίζομαι | συνυπολογιστώ |
| 2 sg | συνυπολογίζεις | συνυπολογίσεις | συνυπολογίζεσαι | συνυπολογιστείς |
| 3 sg | συνυπολογίζει | συνυπολογίσει | συνυπολογίζεται | συνυπολογιστεί |
| 1 pl | συνυπολογίζουμε, [‑ομε] | συνυπολογίσουμε, [‑ομε] | συνυπολογιζόμαστε | συνυπολογιστούμε |
| 2 pl | συνυπολογίζετε | συνυπολογίσετε | συνυπολογίζεστε, συνυπολογιζόσαστε | συνυπολογιστείτε |
| 3 pl | συνυπολογίζουν(ε) | συνυπολογίσουν(ε) | συνυπολογίζονται | συνυπολογιστούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | συνυπολόγιζα | συνυπολόγισα | συνυπολογιζόμουν(α) | συνυπολογίστηκα |
| 2 sg | συνυπολόγιζες | συνυπολόγισες | συνυπολογιζόσουν(α) | συνυπολογίστηκες |
| 3 sg | συνυπολόγιζε | συνυπολόγισε | συνυπολογιζόταν(ε) | συνυπολογίστηκε |
| 1 pl | συνυπολογίζαμε | συνυπολογίσαμε | συνυπολογιζόμασταν, (‑όμαστε) | συνυπολογιστήκαμε |
| 2 pl | συνυπολογίζατε | συνυπολογίσατε | συνυπολογιζόσασταν, (‑όσαστε) | συνυπολογιστήκατε |
| 3 pl | συνυπολόγιζαν, συνυπολογίζαν(ε) | συνυπολόγισαν, συνυπολογίσαν(ε) | συνυπολογίζονταν, (συνυπολογιζόντουσαν) | συνυπολογίστηκαν, συνυπολογιστήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα συνυπολογίζω ➤ | θα συνυπολογίσω ➤ | θα συνυπολογίζομαι ➤ | θα συνυπολογιστώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συνυπολογίζεις, … | θα συνυπολογίσεις, … | θα συνυπολογίζεσαι, … | θα συνυπολογιστείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συνυπολογίσει έχω, έχεις, … συνυπολογισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … συνυπολογιστεί είμαι, είσαι, … συνυπολογισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συνυπολογίσει είχα, είχες, … συνυπολογισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … συνυπολογιστεί ήμουν, ήσουν, … συνυπολογισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συνυπολογίσει θα έχω, θα έχεις, … συνυπολογισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … συνυπολογιστεί θα είμαι, θα είσαι, … συνυπολογισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | συνυπολόγιζε | συνυπολόγισε | — | συνυπολογίσου |
| 2 pl | συνυπολογίζετε | συνυπολογίστε | συνυπολογίζεστε | συνυπολογιστείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | συνυπολογίζοντας ➤ | συνυπολογιζόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας συνυπολογίσει ➤ | συνυπολογισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | συνυπολογίσει | συνυπολογιστεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• passive forms with -στ- are informal (συνυπολογίστηκα). Αlternatives with ‑σθ- (συνυπολογίσθηκα) are learned, formal, more rare. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
Derived terms
- συνυπολογισμός m (synypologismós)
Related terms
- see: υπολογίζω (ypologízo, “to calculate, to estimate”)
References
- ^ συνυπολογίζω, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language